1. Η δικτατορία εγκαθιδρύεται:
Απ’ την πρώτη στιγμή της επιβολής του, το αυταρχικό χουντικό καθεστώς εφήρμοσε ένα καθολικό σύστημα καταστολής, προκειμένου να διασφαλίσει το περίφημο δίπτυχο του «ο νόμος και η τάξις», ενώ παράλληλα αποτέλεσε την πιο ακραία εκδοχή της μετεμφυλιακής ιδεολογικής υπερδομής του ελληνικού κράτους, που βασιζόταν στον εμπαθή αντικομουνισμό και στην εξύμνηση του «μεταφυσικού» ελληνικού πνεύματος.
Σε πολιτικό επίπεδο, η περίοδος 1967-1974 θα αποτελέσει ισχυρό πλήγμα για τις αριστερές οργανώσεις της ελληνικής νεολαίας, οι οποίες στο σύνολό τους θα κηρυχθούν παράνομες, την ίδια στιγμή που στο διεθνές επίπεδο επικρατεί αναβρασμός με τις μεγάλες εξεγέρσεις στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. ( Άνοιξη της Πράγας, Γαλλικός Μάης του ’68, πορείες διαμαρτυρίας στην Αμερική ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ). Κι ενώ, λοιπόν, στην Αμερική εκτυλίσσεται το «καλοκαίρι αγάπης» του Woodstock, με όλο και περισσότερους χίπηδες και οπαδούς του drop out να πολιτικοποιούνται, το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα πέφτει σε αναγκαστική σιγή, καθώς η δικτατορική βία επανεισάγει το συντηρητικό τρίπτυχο του «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια».Η πολιτική δραστηριότητα ιδίως στα ελληνικά πανεπιστήμια, υπήρξε για πολύ καιρό ελεγχόμενη από τους πράκτορες και τα όργανα της χούντας, ενώ στις αρχές του 1970 θα καταστεί πλέον σαφές ότι ο ριζοσπαστισμός της νεολαίας αποτελεί κάτι το «ανεξέλεγκτο» που θα πρέπει να τιθασευτεί.
Από το 1967 και μετά, οτιδήποτε αφορά την ελευθερία δράσης και κίνησης ενός ανθρώπου, θα βρίσκεται εφεξής υπό έλεγχο και στενή παρακολούθηση. Η αυστηρή προληπτική λογοκρισία στα βιβλία, στον Τύπο, όσο και στα υπόλοιπα μέσα μαζικής ενημέρωσης δε μπορούσε ασφαλώς να μην περιλαμβάνει τους δίσκους και το τραγούδι, αφού κάθε είτε έμμεση είτε άμεση πολιτική αναφορά απαγορευόταν και επέφερε κυρώσεις, πράγμα που ίσχυε, φυσικά για όλα: για τη μουσική, για το ελληνικό ροκ, για τη διασκέδαση, το ντύσιμο, τη μίνι φούστα, τα μακριά μαλλιά, τη συμπεριφορά στους δημόσιους χώρους, με λίγα λόγια: ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Οι ειδήσεις για τα γεγονότα του εξωτερικού ταξίδευαν στην Ελλάδα πότε παραμορφωμένες πότε υποβαθμισμένες, δεδομένου ότι η προπαγάνδα του καθεστώτος διέδιδε στρεβλές περιγραφές των γεγονότων που εκτυλίσσονταν εκείνη τη στιγμή στον υπόλοιπο κόσμο. Η προπαγάνδα στον Τύπο αποτέλεσε ζωτικό στοιχείο της αναμορφωτικής διαδικασίας που ανέλαβαν οι Συνταγματάρχες με σκοπό τη χειραγώγηση της γνώμης και την απομάκρυνση του κόσμου από συμπεριφορές που κρίθηκαν «αντεθνικές» και «ανθελληνικές».
2. Η ριζοσπαστικοποίηση ξεκινά:
Η ριζοσπαστικοποίηση του φοιτητικού κινήματος το 1973 βρίσκει το καθεστώς των Συνταγματαρχών στο απόγειο του πειράματος της ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης, με τον Γ. Παπαδόπουλο να έχει ταυτιστεί πλήρως με το καθεστώς, αναλαμβάνοντας τα αξιώματα του αντιβασιλέα, του πρωθυπουργού, του υπουργού Εξωτερικών, Εθνικής Αμύνης και Κυβερνητικής Πολιτικής. Παράλληλα, τα μέλη του φοιτητικού κινήματος πολλαπλασιάζονται, και αυτό το ίδιο αρχίζει να προβάλλεται περισσότερο, ενώ σε ορισμένες περιστάσεις αποκτά ακόμα και την έκδηλη υποστήριξη των πολιτών. Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1973, αρκετοί φοιτητές ήρθαν αντιμέτωποι με τους αστυνομικούς που εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, περιστατικό που ονομάστηκε «Μικρό Πολυτεχνείο» και το οποίο υπήρξε αποτέλεσμα της απόφασης των φοιτητών να περάσουν στην επίθεση. Τα γεγονότα αυτά, που εξελίχθηκαν σε πολιτικό γεγονός, περιλαμβάνουν έντεκα συλλήψεις φοιτητών και παραπομπή τους σε δίκες από τις 16 μέχρις τις 19 Φεβρουαρίου 1973 με κατηγορίες όπως «περιύβρισην της αρχής» και «τεντιμποϊσμό».
Ο Μάκης Μπαλαούρας, στέλεχος του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, στη διάρκεια της «Δίκης των Έντεκα», με ευδιάκριτα σημάδια αστυνομικής βαρβαρότητας.
Συνθήματα «Μικρού Πολυτεχνείου», Ιανουάριος 1973:
«Δεν θα περάσει ο φασισμός»,
«Κάτω οι στρατεύσεις»,
«Έξω οι βασανιστές»
Στις 14 Φεβρουαρίου 1973, τις παραμονές της «Δικής των Έντεκα», έγινε η πρώτη κατάληψη της Νομικής Σχολής ως διαμαρτυρία κατά της αστυνομικής βίας. Η κατάληψη προέβαλλε αρκετά φοιτητικά αιτήματα και υπήρξε το αποτέλεσμα του εντεινόμενου ριζοσπαστισμού και της αυξανόμενης αυτοπεποίθησής του.
Η απάντηση του καθεστώτος για αναγκαστική στράτευση αποτέλεσε αυστηρή ποινή, λόγω του ότι διέκοπτε βίαια τη φοιτητική ζωή, ενώ παράλληλα η υποχρεωτική στράτευση εφαρμόστηκε την ίδια περίπου εποχή στα στρατιωτικά καθεστώτα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας κατά τους αποικιοκρατικούς πολέμους στην Αφρική. Αυτή η απάντηση της χούντας στο φοιτητικό ακτιβισμό εξελίχθηκε σε «μπούμερανγκ», καθώς ακολούθησαν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις με αίτημα την επιστροφή των στρατευμένων και η ίδια η απειλή της υποχρεωτικής στράτευσης μετατράπηκε σε βασικό παράγοντα συσπείρωσης, όπως ακριβώς συνέβη και στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Η στράτευση των φοιτητών της Νομικής και το κεντρικό αίτημα της απόλυσής τους ενέτειναν τη ριζοσπαστικοποίηση του φοιτητικού κινήματος, το μοτίβο του οποίου εκδηλώθηκε στις κινητοποιήσεις που ξέσπασαν σε όλη τη χώρα και συνοψίστηκε στο σύνθημα: «Δώστε μας πίσω τ’ αδέρφια μας!»
Συνθήματα στη Νομική Σχολή, Φεβρουάριος 1973:
«Έξω οι Αμερικάνοι»,
«Κάτω η Χούντα»,
«Δημοκρατία»,
«Όχι στο ποδόσφαιρο»,
«Ε-Λ-Ε-Υ-Θ-Ε-Ρ-Ι-Α»
Φοιτητές και φοιτήτριες στην ταράτσα της Νομική Σχολής Αθηνών, Μάρτιος 1973.
Σύμφωνα με τον ιστορικό και κοινωνικό μελετητή, Κωστή Κορνέτη, το αποτέλεσμα των συχνών κινητοποιήσεων τα δύο προηγούμενα χρόνια ήταν ότι οι φοιτητές απέκτησαν σταδιακά την αίσθηση μιας μειονότητας διανοουμένων, εντεταλμένη από τον ελληνικό λαό να υλοποιήσει τον κοινωνικο-πολιτικό μετασχηματισμό. Οι φοιτητές είχαν αποκτήσει την αίσθηση ότι αποτελούσαν μια ασυμβίβαστη πρωτοπορία της ελληνικής κοινωνίας ήδη απ’ την εποχή του κινήματος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, όμως αυτό ενισχύθηκε το 1972 και κυρίως μετά τα γεγονότα του «Μικρού Πολυτεχνείου», στις αρχές του 1973.
Άλκης Ρήγος, πρώην φοιτητής της Παντείου:
«Είχαμε τη διάχυτη αίσθηση ότι όλη η κοινωνία γυρίζει γύρω μας. Υπήρχε μια ιδιότυπη εξουσιοδότηση από την κοινωνία απέναντί μας ότι ‘‘εσείς είσαστε’’. Καβάλαγες το καλάμι μ ‘ αυτό, βέβαια, είχε και αρνητικά.»
Στέλιος Κούλογλου:
«Στις πλάτες παιδιών είκοσι ετών είχε πέσει το βάρος μιας ολόκληρης χώρας»
3. Οι κρίσιμες μέρες: 14, 15 & 17 Νοέμβρη:
Η κατάληψη της 14ης Νοεμβρίου ξεκίνησε 3 μέρες πριν απ’ την προγραμματισμένη συνέντευξη Τύπου του πρωθυπουργού Μαρκεζίνη, στην οποία επρόκειτο ο ίδιος να παρουσιάσει την κυβερνητική στρατηγική και ενδεχομένως να επεκταθεί στο «φοιτητικόν ζήτημα».
Συνθήματα κατάληψης της 14ης Νοέμβρη:
«Λαοκρατία»
«Επανάσταση Λαέ»
«Εργάτες, αγρότες και φοιτητές, ταξική συμμαχία»
«Κάτω ο στρατός»
«Έξω από το ΝΑΤΟ»
15 Νοέμβρη 1973. Η δεύτερη μέρα της κατάληψης περιγράφεται ως «γιορτή», με χιλιάδες άτομα συγκεντρωμένα έξω από το Πολυτεχνείο να φωνάζουν συνθήματα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, πρακτική που επέτρεψε τη συλλογική έκφραση συναισθημάτων.
Η απουσία αστυνομικής επέμβασης στην κατάληψη της 14ης Νοέμβρη ερμηνεύτηκε απ’ το κίνημα ως αδυναμία του καθεστώτος και συνεπώς ενισχύθηκαν οι προσπάθειες κινητοποίησης, τη στιγμή που η δικτατορία στην πραγματικότητα είχε να αντιμετωπίσει μια δομική εσωτερική κρίση, πράγμα όχι ακόμα απολύτως εμφανές. Στις 15 Νοέμβρη, τη δεύτερη μέρα της κατάληψης, μπήκαν στο Πολυτεχνείο ακόμα περισσότεροι διαδηλωτές, ενώ απ’ την κίνηση, τα οχήματα δυσκολεύονταν να κυκλοφορήσουν στους κεντρικούς δρόμους γύρω απ’ το κτήριο, πράγμα που έδωσε την ευκαιρία στους φοιτητές να διανείμουν προκηρύξεις και να γράψουν συνθήματα σε τρόλεϊ και λεωφορεία, καλώντας ανοιχτά τον κόσμο να διαδηλώσει κατά της δικτατορίας. Η 15η Νοέμβρη, χαρακτηριζόμενη στις περισσότερες βιωματικές αφηγήσεις ως «γιορτή», αποτελεί μέρα με έντονο κλίμα ευφορίας και αισθημάτων αλληλεγγύης και συντροφικότητας, γεγονός που αποτέλεσε έναν απο τους πιο προσφιλείς κοινούς τόπους στη μνήμη της γενιάς του Πολυτεχνείου.
14-16 Νοεμβρίου 1973. Φοιτητές γράφουν αντιχουντικά συνθήματα πάνω σε ένα λεωφορείο μπροστά στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο, καλώντας τον κόσμο να συμμετάσχει στις διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος.
Το Πολυτεχνείο έθεσε σε δοκιμασία την αποτελεσματικότητα του φοιτητικού κινήματος, το οποίο αρχικά κατασκεύασε επί τούτου ένα ραδιοφωνικό πομπό βραχέων κυμάτων που εξέπεμπε καθ’ όσον συνεχιζόταν η κατάληψη στο Πολυτεχνείο. Ο «Ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων και αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων και αγωνιζόμενων Ελλήνων» ήταν υπό την εποπτεία της Συντονιστικής Επιτροπής και αναμετέδιδε το βασικό μήνυμα ότι οι φοιτητές είχαν οχυρωθεί μέσα στο κτήριο του Πολυτεχνείου καλώντας το λαό σε εξέγερση. Η Μαρία Δαμανάκη, βασική εκφωνήτρια του σταθμού, έδινε τόνο στην κινητοποίηση και σφυρηλάτησε το περίφημο σύνθημα που έμελλε να αναδεχθεί σε κεντρικό σύνθημα της κατάληψης: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», το οποίο συνοδευόταν από τραγούδια του Θεοδωράκη, που αναμεταδίδονταν σε όλη τη διάρκεια της κατάληψης. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου αναδείχθηκε ως το σημαντικότερο ενημερωτικό μέσο στα χέρια των φοιτητών, ενώ σύμφωνα με το Δημήτρη Παπαχρήστο, έναν από τους τέσσερις εκφωνητές του σταθμού, η «γλώσσα ξανά βρήκε το νόημά της».
Πολλά συνθήματα στις κινητοποιήσεις του Πολυτεχνείου τόνιζαν την οικονομική στέρηση, καθώς η κρίση και η νομισματική υποτίμηση είχαν διαμορφώσει μια διαφορετική ατμόσφαιρα από εκείνη των τελευταίων ετών της προηγούμενης δεκαετίας με τη σχετική ευμάρεια. Με τη διακήρυξη της 16ης Νοεμβρίου η Συντονιστική Επιτροπή δήλωνε ρητά ότι στόχος του κινήματος ήταν η ανατροπή του καθεστώτος στο πλαίσιο του εθνικού αγώνα, καλώντας το λαό να υποστηρίξει με κάθε κόστος την εξέγερση!
Με την εξέλιξη της κατάληψης, οι συμμετέχοντες διαμόρφωναν από κοινού την αίσθηση ότι επρόκειτο για μια μοναδική ευκαιρία να αλλάξουν την πορεία των γεγονότων:
Δαφέρμος:
«Ο κόσμος ήταν πυρωμένος, ήτανε ξαναμμένος, σου λέει ‘‘άει στο διάολο, δεν αντέχω άλλο, εδώ, τόσος πολύς κόσμος, θα τους πηδήξουμε τώρα, έτσι.’’»
Ιωάννα Καρυστιάνη:
«Ο καθένας, τέτοιες στιγμές που είναι τόσο κορυφαίες, κάνει τρελά σενάρια… Νομίζω πως το έβλεπα παντού, ήτανε αποφασισμένοι όλοι, όσο κι αν σου φαίνεται αυτό τρελό, ήταν η υπέρβαση, από ένα σημείο και μετά σε κάνει να μην έχεις επαφή με την πραγματικότητα… Στην υπέρβαση- πώς το λένε- απογειώνεσαι, εμείς είχαμε απογειωθεί, δε μας άγγιζε πια αυτό. Χωρίς να ξέρουμε συνειδητά ότι γράφεται ιστορία εκείνη την ώρα.» Η κυβέρνηση, παράλληλα, περιγράφοντας το κίνημα ως «αναρχικό», επεδίωκε συνειδητά να ανακαλέσει τις μνήμες από τη διαρκή κοινωνική αναταραχή της περιόδου της «αναρχίας», όπως συχνά αποκαλούσαν τα χρόνια προ του 1967. Χαρακτηρίζοντας το Πολυτεχνείο «αναρχία», η χούντα απέβλεπε να προκαλέσει συνειρμούς, επαναφέροντας μνήμες απ’ τα Δεκεμβριανά αλλά ακόμα και απ’ τα Ιουλιανά του 1965, τα οποία παλαιότερα η δεξιά προπαγάνδα είχε εξισώσει με τον «Κόκκινο Δεκέμβρη». Τελικά, όπως άλλωστε ήδη γνωρίζουμε, η αντίδραση της χούντας απέναντι στην κατάληψη του Πολυτεχνείου πήρε διάσταση ακραίας καταστολής, με σκοπευτές να πυροβολούν τους διαδηλωτές από ταράτσες λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ενώ τα χαράματα της 17ης Νοέμβρη του 1973 τα τανκς, απόλυτα σύμβολα της χούντας, η οποία έδειξε το πιο βίαιο πρόσωπό της, κατευθύνθηκαν προς το Πολυτεχνείο όπου βρίσκονταν οι φοιτητές.
Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου σφραγίστηκε απ’ την επέλαση στρατιωτικών αρμάτων στις 17 Νοέμβρη 1973.
Και ενώ τα τεθωρακισμένα οχήματα κατευθύνονταν προς το Πολυτεχνείο λίγο μετά τα μεσάνυχτα, η χούντα ανέφερε πως οι φοιτητές ήταν οπλισμένοι με τουφέκια και άλλα όπλα. Ωστόσο, η Συντονιστική Επιτροπή είχε αποφασίσει να μη χρησιμοποιηθούν ούτε βόμβες μολότοφ ούτε τίποτε άλλο έναντι των αστυνομικών δυνάμεων και αντίστοιχα, παρότι τα εργαστήρια εντός του Πολυτεχνείου διέθεταν χημικά, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή εκρηκτικών ΤΙΠΟΤΕ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ. Αντ’ αυτού, επιλέχθηκε η στρατηγική της ειρηνικής διαμαρτυρίας, σηματοδοτώντας ξεκάθαρα την αποστασιοποίησή της απ’ την παράλογη βία του καθεστώτος, απόφαση, η οποία, ωστόσο, δε βρήκε άπαντες σύμφωνους. Στο σημείο αυτό, παρατίθενται επιλεκτικά ορισμένες βιωματικές εντυπώσεις, οι οποίες, όχι απλώς αποδίδουν ικανοποιητικά την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις 17 Νοέμβρη, αλλά είναι κρίσιμες για τη συγκρότηση και την αυτοαναπαράσταση της γενιάς του Πολυτεχνείου:
Καρυστιάνη:
«Σου λέω ήτανε πέντε χιλιάδες παιδιά στο Πολυτεχνείο και ήταν όλοι έτοιμοι να πεθάνουνε. Δεν φοβότανε κανείς, ήταν τανκς γύρω γύρω- μόνο αυτή τη στιγμή να σκεφτείς, ότι είναι τανκς γύρω γύρω, ήτανε νύχτα, πέφτανε σφαίρες, είχαν ήδη σκοτωθεί παιδιά. Στο γιατρείο, ας πούμε, εγώ θυμάμαι που φέραν έναν που κρεμόταν το πόδι από μια πέτσα, είδα δύο σκοτωμένους- και κανένας εκείνη τη στιγμή να φύγει, να διασωθεί ο ίδιος.»
Κατερίνα:
«Εκεί που είχαν στους τοίχους στα γκαράζια φωτογραφίες μηχανών και κοριτσιών, τις ξήλωσαν κι έκαναν ταπετσαρία από τα χειρόγραφα συνθήματα, «Κάτω η Χούντα Παπαδόπουλου» και όλ’ αυτά. Δηλαδή μέσα σε λίγες μέρες όλοι αυτοί, όλος αυτός ο μύθος της νεολαίας της αποπροσανατολισμένης, της ποδοσφαιρόφιλης, κι έτσι κι αλλιώς, κατέρρευσε. Και νομίζω πως αυτό σημαίνει πως κανείς δεν πρέπει να υποτιμά τους νέους ανθρώπους σε όλες τις εποχές, όχι μόνο στο Πολυτεχνείο. Δηλαδή αυτά τα παιδιά που δεν είχαν ιδέα ούτε από Μαρκούζε, ούτε από Κολιγιάννη, ούτε από Ζαχαριάδη, που εμείς τα θεωρούσαμε πάρα πολύ σημαντικά, μπήκανε αμέσως, πιάσαν το νόημα. Και με λιγότερους ενδοιασμούς απ’ ό, τι πολλοί από μας που συζητούσαμε για οργανωμένο αυθόρμητο κι έτσι.»
Δημήτρης Χατζησωκράτης, πρώην μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής:
«Το πόδι του κρεμόταν σε μια ίνα και τραγουδούσε τον εθνικό ύμνο και σήκωνε το χέρι με το σήμα της νίκης. Αυτά είναι ανεπανάληπτα πράγματα. Να είσαι έτσι, το αίμα σου να τρέχει ποτάμι, να το βλέπεις, και εσύ να έχεις το χέρι έτσι και να λες τον εθνικό ύμνο· είναι μια σκηνή που δε θα ξεχάσω ποτέ.»
Γιώργος Κοτανίδης, ηθοποιός:
«Είδαμε τα τανκς να φτάνουν μπροστά στο Πολυτεχνείο. Θυμήθηκα μια ταινία που είχα δει μικρός στη Θεσσαλονίκη, στον κινηματογράφο ‘‘Κεντρικόν’’, που έδειχνε την είσοδο των Γερμανών στην Πράγα, με τα τανκς και τα Ες Ες να παρελαύνουν, προκαλώντας τρόμο στους λιγοστούς Τσέχους που παρακολουθούσαν- δεν θυμάμαι ποια ταινία ήταν, αλλά αυτή η σκηνή έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη, σαν σιωπηλή αναμέτρηση του πάνοπλου κατακτητή με τον άοπλο λαό. Αυτό μου ήρθε στο νου όταν είδα τα τανκς να φτάνουν, να παρατάσσονται στην Πατησίων και το ένα από αυτά να σταματάει και αν στρέφεται προς την πύλη του Πολυτεχνείου, με τους στρατιώτες και τους μπάτσους να μας περικυκλώνουν.»
Δαμοφλή:
«Και εκείνη τη νύχτα ήταν σαν γουέστερν η Αθήνα- μπαμ μπουμ, ας πούμε.»
Η πύλη του Πολυτεχνείου στο φως της μέρας, 18 Νοέμβρη 1973.
Με την κατάληψη του Πολυτεχνείου, το φοιτητικό κίνημα έφτασε στο αποκορύφωμά του, καταφέρνοντας να κινητοποιήσει για πρώτη φορά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και να δώσει οριστικό τέλος στο πείραμα φιλελευθεροποίησης του Γ. Παπαδόπουλου, προσπάθεια που είχε ξεκινήσει με την κατάργηση της μοναρχίας τον Ιούνιο του 1973.
4. Καθεστώς Ιωαννίδη: Ο «αόρατος δικτάτορας». Ωστόσο, πολύ γρήγορα το κίνημα φυλλορρόησε εξαιτίας των πολιτικών γεγονότων που ακολούθησαν, τα οποία περιλάμβαναν την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τους «χουντικούς ιέρακες» και την ομάδα τους.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1973, μόλις μια εβδομάδα μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ο Διοικητής της ΕΣΑ, Ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο και τον οδήγησε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Μέχρι τον Ιούλιο του 1974, ο Ιωαννίδης, ο «αόρατος δικτάτορας», όπως τον αποκαλούσαν, επρόκειτο να είναι ο ισχυρός άνδρας της δικτατορίας, παρά το γεγονός ότι τυπικά την ηγεσία της ανέλαβαν οι Φαίδων Γκιζίκης ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος ως Πρωθυπουργός.
Το νέο καθεστώς Ιωαννίδη οδήγησε το κίνημα σε στασιμότητα και διάλυση, με την απόφαση να αντιμετωπίσει τον φοιτητικό ακτιβισμό με δραστικά μέτρα. Συνεπώς, με τον αυταρχισμό να βρίσκεται στην πληρέστερη έκφρασή του, δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για φοιτητική κινητοποίηση ή για οποιαδήποτε άλλη μορφή αντίστασης.
Kommentarer